Κάταγμα ισχίου: Κινδυνεύουν οι νεότερες γυναίκες;

Κάταγμα ισχίου: Κινδυνεύουν οι νεότερες γυναίκες;

Αύξηση παρουσιάζουν στην εποχή μας τα ποσοστά των γυναικών που σπάνε το ισχίο τους για πρώτη φορά πριν φτάσουν τα 70, σύμφωνα με μια μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας. Η έγκαιρη ενημέρωσή τους για την ανάγκη παρακολούθησης της υγείας των οστών τους από μικρότερες ηλικίες, προκειμένου να περιοριστεί η αυξανόμενη τάση κατάγματος του ισχίου έχει, επομένως, μέγιστη σημασία.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα της έρευνας NHANES για να εντοπίσουν στις ΗΠΑ γυναίκες ηλικίας 60 ετών και άνω με χαμηλή οστική πυκνότητα στον αυχένα του μηριαίου οστού, βάσει μετρήσεων με τη μέθοδο DEXA, από το 2009-2018.

Διαπίστωσαν ότι σημειώθηκαν 50% λιγότερα κατάγματα λόγω ευθραυστότητας του ισχίου κατά τη διάρκεια της 10ετούς περιόδου της μελέτης. Τα ευρήματα έδειξαν, επίσης, ότι ο αριθμός των γυναικών ηλικίας άνω των 70 ετών που παρουσίασαν το πρώτο τους κάταγμα ισχίου μειώθηκε, σε αντίθεση με τις γυναίκες ηλικίας 60-69 ετών. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στις προσπάθειες ενημέρωσης και πρόληψης που εφαρμόζονται για τα άτομα άνω των 70 ετών, καθώς και στη σύσταση για τη λήψη μέτρων που μειώνουν τον κίνδυνο πτώσεων, όπως η άσκηση, η διατροφή και οι τροποποιήσεις του περιβάλλοντος που ζουν οι ηλικιωμένοι.

«Τα κατάγματα ισχίου είναι συχνά στα άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω. Η συχνότητα έχει αυξηθεί κατά 93,0% από το 1990 έως το 2019, με εκτιμώμενες 14,2 εκατομμύρια περιπτώσεις παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του ανεπτυγμένου κόσμου έχει αυξηθεί και αυτή  γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να φέρει περαιτέρω αύξηση των καταγμάτων στην άρθρωση αυτή.

Μια διεθνής μελέτη, που περιελάμβανε ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και δημοσιεύθηκε στο Journal of Bone and Mineral Research, έδειξε ότι ενώ τα ποσοστά καταγμάτων ισχίου έχουν μειωθεί στις περισσότερες περιοχές του κόσμου, ο αριθμός των καταγμάτων ισχίου παγκοσμίως προβλέπεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2050, σε σύγκριση με το 2018.

Αυτό σημαίνει ότι εκατομμύρια άνθρωποι  θα επηρεαστούν, αφού ένα ράγισμα ή σπάσιμο στην άρθρωση του ισχίου επιβαρύνει σημαντικά την ποιότητα ζωής, λόγω του πόνου που προκαλεί και της αδυναμίας πλήρους αυτοεξυπηρέτησης τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα μέχρι την αποκατάσταση της υγείας του», εξηγεί ο Χειρουργός Ορθοπαιδικός, επικεφαλής του Τμήματος Επανορθωτικής & Ελάχιστα Επεμβατικής Χειρουργικής Ισχίου – Γόνατος της Osteon Orthopedic & Spine Clinic δρ Βασίλειος Σακελλαρίου.

«Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος επιπλοκών και θνησιμότητας, παρότι ένας σημαντικός αριθμός ηλικιωμένων νοσηλεύονται μετά τον τραυματισμό. Αναλόγως της ηλικίας και των συννοσηροτήτων περίπου το 9% των ασθενών υποκύπτουν μέσα σε ένα μήνα, ποσοστό που αυξάνεται μέσα στο επόμενο έτος από διάφορες αιτίες. Σαφώς, πέραν της παθολογικής κατάστασης, το ποσοστό εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών ελλείψεων, της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και της μειωμένης σκελετικής μυϊκής μάζας.

Επομένως, η πρόληψη και η βέλτιστη αντιμετώπιση των καταγμάτων είναι οι κύριοι πυλώνες στους οποίους θα πρέπει να δοθεί βάση, προκειμένου να μειωθούν τόσο τα κατάγματα ισχίου όσο και οι επιπτώσεις που προκαλούν», προσθέτει.

Η πρόληψη απαιτεί χρόνια προετοιμασίας, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να ξεκινήσει κανείς, αν σκεφτεί ότι ένα κάταγμα ισχίου μπορεί να χωρίσει τη ζωή σε δύο φάσεις – στην «πριν» (από το κάταγμα) και στη «μετά».

Η διατήρηση της πυκνότητας των οστών είναι ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος, αφού η χαμηλή οστική πυκνότητα διπλασιάζει ή και τριπλασιάζει τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου. Δεδομένου ότι πάνω από το ήμισυ των γυναικών και το 18% των ανδρών ηλικίας 50 ετών και άνω δεν έχουν επαρκή οστική πυκνότητα, αναγνωρίζεται εύκολα το μέγεθος του προβλήματος.

Επίτευξη του στόχου για γερά οστά μετά την ηλικία των 50 ετών ξεκινά δεκαετίες πριν, με την πλούσια σε φρούτα και λαχανικά και φτωχή σε πρωτεΐνες, νάτριο και καφεΐνη διατροφή. Εξίσου σημαντική είναι η λήψη επαρκών ποσοτήτων ασβεστίου και βιταμίνης D, η τακτική άσκηση (η οποία χτίζει παράλληλα δυνατούς τους μύες και διατηρεί την ικανότητα ισορροπίας), η αποφυγή του αλκοόλ και του καπνίσματος και η διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους. Τέλος, στην αποφυγή των πτώσεων, που είναι ο κύριος λόγος καταγμάτων ισχίου, συμβάλλει η καλή όραση και η αντιμετώπιση παθήσεων / αντικατάσταση φαρμάκων που προκαλούν ζάλη ή αστάθεια.

Ο έλεγχος της οστικής πυκνότητας πρέπει να ξεκινά αμέσως μετά την εμμηνόπαυση για τις γυναίκες ή άλλως, αναλόγως του ατομικού κινδύνου, και γύρω στα 70 για τους άνδρες, διότι η γνώση αυτή και η λήψη μέτρων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατάγματος κατά 36%, σύμφωνα με μια μελέτη του Johns Hopkins.

Οι επιλογές για τη θεραπεία των καταγμάτων του ισχίου περιλαμβάνουν συντηρητική και χειρουργική θεραπεία. Λόγω των πολλών μειονεκτημάτων της συντηρητικής θεραπείας, ιδιαίτερα της παρατεταμένης ακινησίας και των υψηλών ενδονοσοκομειακών επιπλοκών, σπανίως επιλέγεται.

Η χειρουργική θεραπεία συμβάλλει σε βελτιωμένα λειτουργικά αποτελέσματα, μειώνει τη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο, τη διάρκεια του πόνου, τις μετεγχειρητικές επιπλοκές και τη θνησιμότητα, σε σύγκριση με τη συντηρητική. Μάλιστα, ο μετεγχειρητικός πόνος και η διάρκεια νοσηλείας μειώνεται περαιτέρω όταν η εγχείρηση πραγματοποιείται εντός 24ωρου από τη διάγνωση με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, όπως η MicroHip, η Star, η AMIS και η SuperPath. Εξαιρετική βοήθεια προσφέρουν και τα ρομποτικά συστήματα πλοήγησης, διότι δίνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες στον χειρουργό για την επίτευξη του βέλτιστου χειρουργικού αποτελέσματος.

«Στην εποχή μας η γυναίκα στην ηλικία των 60-69 είναι ακόμα νέα, δραστήρια, με έντονη κοινωνική και επαγγελματική ζωή. Ένα κάταγμα ισχίου είναι γεγονός ικανό για να την αποτραβήξει και να της στερήσει, τουλάχιστον για κάποια περίοδο, δραστηριότητες που τη γεμίζουν και τη χαροποιούν. Η πρόληψη, όπως και η έγκυρη και ταχύτατη αντιμετώπιση είναι τα “κλειδιά” για τη ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων μιας τέτοιας εξέλιξης», καταλήγει ο δρ Σακελλαρίου.