Μακιγιάζ και δερματοπάθειες: Πώς να τις αποφύγετε
Το μακιγιάζ είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των γυναικών. Η επάλειψη 2-3 στρώσεων μάσκαρα για ένα σαγηνευτικό βλέμμα, η κάλυψη των ατελειών του δέρματος με make up ή foundation και μια πινελιά ρουζ είναι ικανές κινήσεις για να αυξήσουν την αυτοπεποίθηση και να ανεβάσουν τη διάθεσή τους. Σίγουρα, όμως, το μακιγιάζ δεν χρησιμοποιείται μόνο για να καμουφλάρει και να καλύψει τις ανασφάλειες του ωραίου φύλου. Χρησιμοποιείται από τις γυναίκες που θέλουν να είναι αισθητά πιο ελκυστικές, πιο σίγουρες, κοινωνικές και δυναμικές, καθώς μπορεί να αλλάξει σημαντικά τις αντιλήψεις των άλλων για την προσωπικότητά τους.
Ειδικά κατά την εορταστική περίοδο που διανύουμε, η οποία ζητά την προσεγμένη και φωτεινή εμφάνιση στις αυξημένες κοινωνικές επαφές, ακόμα και οι γυναίκες που δεν μακιγιάρονται καθημερινά, ενδίδουν στις επιταγές των ημερών.
Πόσο επιβλαβή είναι όμως τα καλλυντικά; Τι προβλήματα μπορούν να δημιουργήσουν στην επιδερμίδα και πώς μπορούν να αποφευχθούν;
«Καλλυντικό είναι κάθε τοπικά εφαρμοζόμενο προϊόν που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό και τον καθαρισμό της επιδερμίδας. Κατά μέσο όρο οι γυναίκες χρησιμοποιούν καθημερινά 7 είδη καλλυντικών και ο αριθμός εκείνων που εμφανίζουν δερματικά προβλήματα εξαιτίας τους είναι αξιοσημείωτος. Η έρευνα δείχνει ότι έως και το 10% του πληθυσμού θα έχει κάποιου είδους αντίδραση σε κάποιο καλλυντικό κατά τη διάρκεια της ζωής του, ποσοστό που δεν αντικατοπτρίζει όμως ακριβώς την πραγματικότητα, αφού για τις ήπιες αντιδράσεις οι χρήστες δεν απευθύνονται σε ιατρό», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Η γκάμα των καλλυντικών είναι τεράστια, επομένως και των αλλεργιογόνων. Εκείνα που προκαλούν συχνότερα προβλήματα είναι τα αρώματα και τα συντηρητικά που περιέχονται στα προϊόντα αυτά.
Για τις περισσότερες δερματοπάθειες ευθύνονται τα αρώματα. Εδώ χρειάζεται προσοχή: τα καλλυντικά που αναγράφουν ότι δεν έχουν άρωμα δεν σημαίνει ότι δεν περιέχουν κανένα άρωμα. Ενδεχομένως να περιέχουν κάποιο για να καλύψουν μια άλλη χημική οσμή.
Τα συντηρητικά είναι η δεύτερη πιο συχνή αιτία εμφάνισης προβλημάτων στο δέρμα. Η προσθήκη τους είναι απαραίτητη κυρίως στα καλλυντικά που περιέχουν νερό, για να εμποδίζουν την ανάπτυξη βακτηρίων ή μυκήτων. Τα πιο γνωστά είναι τα parabens, τα οποία, εκτός από δερματικά προβλήματα, μπορούν να δράσουν σαν ένα πολύ ασθενές οιστρογόνο στο σώμα όταν διεισδύσουν από το δέρμα, ενδεχομένως ενεργοποιώντας την ανάπτυξη καρκίνων του μαστού και διαταράσσοντας τη φυσιολογική λειτουργία του αναπαραγωγικού συστήματος.
Επίσης, ένοχα για δερματοπάθειες είναι τα καθαριστικά προσώπου, εξαιτίας των επιφανειοδραστικών ουσιών που είναι απαραίτητες για τον καθαρισμό του δέρματος, τα τονωτικά και στυπτικά προϊόντα, λόγω της αλκοόλης και των οξέων που περιέχουν, και τα απολεπιστικά, τα οποία σε ορισμένες επιδερμίδες μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή φλεγμονή.
Οι πιο συχνές είναι η ερεθιστική δερματίτιδα εξ επαφής, η αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής και η ακμή.
Πιθανά συμπτώματα της ερεθιστικής δερματίτιδας εξ επαφής είναι το αίσθημα καύσου, ο κνησμός, η ερυθρότητα, η εμφάνιση φολιδωτού δέρματος που ακολουθείται από απολέπιση. Για την αντιμετώπισή του πρέπει να απομακρυνθεί από το δέρμα το καλλυντικό που την έχει προκαλέσει και να αναζητηθεί ιατρική συμβουλή, για τη χορήγηση της κατάλληλης τοπικής θεραπείας και την παροχή εξατομικευμένων συμβουλών για χρήση των ενδεδειγμένων προϊόντων που μπορεί να δεχτεί το δέρμα χωρίς να εμφανιστούν προβλήματα.
Η αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής είναι η επόμενη σε συχνότητα δερματοπάθεια που προκαλείται από τη χρήση ακατάλληλων καλλυντικών. Ο χρήστης εμφανίζει συμπτώματα εξαιτίας της επαφής με ένα συγκεκριμένο συστατικό, όπου κι αν αυτό περιέχεται. Τότε παρουσιάζει κνησμό, ερυθρότητα, πρήξιμο ή και φουσκάλες, τόσο τοπικά όσο και πέρα από το σημείο του δέρματος που εφαρμόστηκε το καλλυντικό. Και σε αυτήν τη δερματοπάθεια η θεραπεία ξεκινά με τη διακοπή χρήσης του προϊόντος που την προκάλεσε, τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής και, αφού υποχωρήσει η αλλεργική δερματίτιδα, τη διενέργεια τεστ για την εύρεση του συστατικού που ήταν υπαίτιο της εμφάνισής της.
Ορισμένα καλλυντικά που παραμένουν στο δέρμα για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να προκαλέσουν ακμή, κυρίως σε άτομα που είναι επιρρεπή και έχουν ιστορικό κατά την εφηβεία τους. Η αντιμετώπισή τους δεν διαφέρει από τη συνήθη θεραπεία της πάθησης, η οποία περιλαμβάνει τοπικές ή από του στόματος φαρμακοθεραπείες, καθώς και φωτοθεραπεία (με ή χωρίς φάρμακα).
Εκτός από τα προϊόντα μακιγιάζ, προβλήματα μπορούν να προκαλέσουν και όσα χρησιμοποιούνται για την αφαίρεσή του, ιδίως στους ανθρώπους με προϋπάρχουσες δερματοπάθειες. Όπως τονίζει ο δρ Στάμου, «πολλοί ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα γνωρίζουν ότι το σκληρό τρίψιμο του δέρματός τους μπορεί να επιδεινώσει τα δερματικά τους συμπτώματα».
Μια πρόσφατη κλινική δοκιμή 4 εβδομάδων από Ιάπωνες επιστήμονες έδειξε ότι πολλοί ασθενείς με την πάθηση καθαρίζουν το πρόσωπό τους τρίβοντάς το έντονα, λόγω της χαμηλής καθαριστικής ικανότητας των προϊόντων, και επιδεινώνουν τα δερματικά συμπτώματα της ατοπικής δερματίτιδας χωρίς να το συνειδητοποιούν.
«Τα καλλυντικά μακιγιάζ είναι συνήθως δύσκολο να αφαιρεθούν με τα συνηθισμένα προϊόντα καθαρισμού, επειδή αποτελούνται από στερεές και λιπαρές ουσίες που χρειάζονται φυσική δύναμη στο τρίψιμο του δέρματος για να διαλυθούν. Έτσι, οι γυναίκες πιέζουν και τρίβουν περισσότερο το δέρμα τους, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, προκαλώντας ερεθισμό του. Σε εκείνες που έχουν υγιές δέρμα αυτή η προσπάθεια αφαίρεσης του μακιγιάζ δεν έχει καμία επίδραση, αλλά για όσες έχουν δερματικά προβλήματα (όπως ατοπική δερματίτιδα) και ξηρό δέρμα, μπορεί να προκαλέσει ερύθημα.
Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ελέγχονται τα συστατικά που περιέχονται σε κάθε είδους καλλυντικά, να επιλέγονται όσα δεν έχουν ερεθιστικούς παράγοντες, καθώς και εκείνα με υψηλή καθαριστική ικανότητα, όπως είναι τα ήπια λάδια καθαρισμού που απαιτούν λιγότερη δύναμη τριβής για την αφαίρεση του μακιγιάζ», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.