Ενημέρωση για COVID-19 από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (23/7/2020)

Τα επίπεδα των αντισωμάτων έναντι του νέου κορωνοϊού στο αίμα μειώνονται με την πάροδο του χρόνου στα ασυμπτωματικά άτομα και στους ασθενείς με ήπια συμπτώματα COVID-19

Στις 18 Ιουνίου 2020 δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Nature Medicine από τους Long και συνεργάτες η πρώτη μελέτη για τη μείωση των επιπέδων των αντισωμάτων σε ασυμπτωματικά άτομα που είχαν μολυνθεί με τον νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελος Τέρπος, Εύη Λιανίδου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα βασικά δεδομένα της μελέτης. Οι ερευνητές έλεγξαν 37 άτομα που ήταν θετικά για τον κορωνοϊό με μοριακά τεστ, αλλά δεν εμφάνισαν συμπτώματα της νόσου COVID-19 και συνεπώς δεν χρειάστηκαν νοσηλεία.  Διαπίστωσαν ότι, σε σύγκριση με νοσηλευθέντες ασθενείς με COVID-19 (που είχαν σοβαρότερα συμπτώματα), τα ασυμπτωματικά άτομα ανέπτυξαν στο σύνολό τους ασθενέστερη ανοσολογική απόκριση μετά τη λοίμωξη από τον κορωνοϊό, είχαν χαμηλά ποσοστά αντισωμάτων στο αίμα τους και ποσοστό 40% από αυτούς βρέθηκαν οροαρνητικοί (δηλαδή δεν είχαν πλέον ανιχνεύσιμα αντισώματα) λίγους μήνες μετά τη λοίμωξη.

Η παρατήρηση αυτή μελετήθηκε πιο συστηματικά στην πλέον πρόσφατη δημοσίευση των Ibarrondo και συνεργατών στις 21 Ιουλίου 2020 στο New England Journal of Medicine. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 34 ασθενείς που ελέγχθηκαν ως προς τα επίπεδα των αντισωμάτων τάξης G (IgG) στο αίμα τους σε δύο ή τρία συνεχόμενα χρονικά διαστήματα μετά τη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2. Η πρώτη μέτρηση αντισωμάτων πραγματοποιήθηκε περίπου ένα μήνα (κατά μέσο όρο στις 37 ημέρες) μετά την έναρξη των συμπτωμάτων και η τελευταία μέτρηση πραγματοποιήθηκε περίπου τρεις μήνες (κατά μέσο όρο στις 86 ημέρες) μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Με βάση τη στατιστική ανάλυση που περιελάμβανε την ηλικία, το φύλο, τις ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι την πρώτη μέτρηση αντισωμάτων και τα αρχικά επίπεδα των αντισωμάτων IgG στο αίμα, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι σε ασθενείς με θετικό μοριακό τεστ αλλά με ήπια συμπτώματα COVID-19, τα αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων IgG που ανιχνεύθηκαν τον πρώτο μήνα μετά τη λοίμωξη, μειώθηκαν περίπου κατά το ήμισυ μέσα στους επόμενους τρεις μήνες.

Συγχρόνως με την παραπάνω δημοσίευση, ο Διευθυντής του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ Robert Redfield ανέφερε ότι με βάση τα τεστ αντισωμάτων, ο πραγματικός αριθμός των ατόμων που μολύνθηκαν από το νέο κορωνοϊό είναι πιθανά πολύ υψηλότερος, από 2 έως και 13 φορές μεγαλύτερος από τα επιβεβαιωμένα κρούσματα. Και αυτό γιατί πάνω από το 40% των μολυσμένων  από τον κορωνοϊό ατόμων δεν εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα. Η αναφορά αυτή επιβεβαιώθηκε με τα τεστ αντισωμάτων. Συγκεκριμένα, στη Νέα Υόρκη στις αρχές Μαΐου 2020, το 24% του πληθυσμού είχε αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2, ποσοστό που είναι μεν σημαντικό, δεν προσεγγίζει όμως το όριο του 70% που απαιτείται για να υπάρξει «ανοσία της αγέλης», όριο όπου οι πιθανότητες μετάδοσης του ιού από άτομο σε άτομο ελαχιστοποιείται. Σε άλλες περιοχές των ΗΠΑ, το αντίστοιχο ποσοστό του πληθυσμού που έχει αντισώματα έναντι του κορωνοϊού είναι μονοψήφιος αριθμός (πχ. 2,5 % στην πολιτεία της Γεωργίας, 3% στο Μισούρι, 3,5% στη Φιλαδέλφεια, 5% στο Κονέκτικατ).

Οι επιδημιολόγοι των ΗΠΑ τονίζουν ότι, απουσία εμβολίου, τα περισσότερα άτομα εξακολουθούν να είναι ευάλωτα στη μόλυνση από τον ιό και η νέα μόδα των «COVID πάρτυ» που αρχίζει να διαδίδεται στις ΗΠΑ είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική. Στα πάρτυ αυτά συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός ατόμων με στόχο να μολυνθούν από τον ιό και να αναπτύξουν ανοσία. Ήδη η εφημερίδα New York Times ανέφερε το θάνατο ενός τριαντάχρονου που συμμετείχε σε «COVID πάρτυ» στο Τέξας.

Παρόλο που ο προστατευτικός ρόλος των αντισωμάτων που αναπτύσσονται έναντι του SARS-CoV-2 είναι ακόμα άγνωστος, τα παραπάνω δεδομένα είναι ανησυχητικά, αφού υποδεικνύουν ότι η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω της παραγωγής και διατήρησης των αντισωμάτων (η χυμική δηλαδή ανοσία) έναντι του νέου κορωνοϊού μπορεί να μην είναι μακροχρόνια στα ασυμπτωματικά άτομα ή σε ασθενείς με ήπια συμπτώματα COVID-19, ομάδες που αποτελούν την πλειοψηφία όσων ήρθαν σε επαφή με τον ιό.

Προς το παρόν είναι δύσκολο να προβλέψουμε εάν μετά τους πρώτους τρεις μήνες, η μείωση των αντισωμάτων συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό ή ο ρυθμός μείωσής τους επιβραδύνεται, όπως έχει παρατηρηθεί για άλλους κορωνοϊούς. Αυτό που πρέπει όμως να τονιστεί είναι ότι τα προτεινόμενα «διαβατήρια ανοσίας» που βασίζονται στις μετρήσεις αντισωμάτων πιθανά να μην είναι μια ασφαλής πρακτική άρσης των περιοριστικών μέτρων και της κινητικότητας του πληθυσμού, και η «ανοσία της αγέλης» για μείωση του επιπολασμού του ιού είναι μάλλον αδύνατον να επιτευχθεί. Θέτει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διάρκεια της προστασίας που θα παρέχει ένα εμβόλιο για τον SARS-CoV-2, όταν φυσικά αυτό θα είναι διαθέσιμο.

 

Γενετική ανάλυση του ιού SARS-CoV-2

Τριάντα χιλιάδες ζεύγη βάσεων αποτελούν το (σχετικά μικρό) γονιδίωμα του SARS-CoV-2. Η ανάλυση ενός μόνο γονιδιώματος παρέχει σχετικά περιορισμένες πληροφορίες, αλλά, συγκρίνοντας πολλαπλά γονιδιώματα από διαφορετικούς ασθενείς, ζώα, περιοχές ή χρονικές περιόδους, οι πληροφορίες που περιέχονται στο γενετικό υλικό μπορούν να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες και ολοκληρωμένη εικόνα. Αυτές οι πληροφορίες αφορούν την προέλευση του ιού, τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρθηκε από ζώα σε ανθρώπους, πόσο γρήγορα μεταλλάσσεται και πώς αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν την λοιμογόνο δραστικότητα. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα δεδομένα της δημοσίευσης.

Το γονιδίωμα του SARS-CoV-2, του οποίου η πλήρης ανάλυση  αρχικά αναφέρθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2020 από κινέζους ερευνητές, μελετήθηκε ακόμα εκτενέστερα τους τελευταίους  μήνες, με την ελπίδα να αποκαλυφθούν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την COVID-19. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει δημιουργηθεί μια μαζική συνεργατική ομάδα για να παρακολουθήσει όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις COVID-19. Ορισμένοι ερευνητές,  αναλύουν γονιδιώματα ιών από την πανδημία σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή από κάθε άρρωστο που νοσεί και από τον οποίο λαμβάνουν δείγμα του ιού, ταυτόχρονα αναλύουν το γονιδίωμά του. Αυτά τα δεδομένα και οι αναλύσεις είναι διαθέσιμα στην πλατφόρμα ανοιχτού κώδικα Nextstrain.

Τον τελευταίο μήνα, οι ερευνητές κατάφεραν να σχηματίσουν κάποιες υποθέσεις σχετικά με τον ιό. Έτσι, σύμφωνα με τις πρώιμες αυτές αναλύσεις φαίνεται ότι θα χρειαστούν λίγα χρόνια ώστε ο ιός να μεταλλαχθεί αρκετά ώστε να «ξεφύγει» από ένα αποτελεσματικό εμβόλιο, όταν αυτό αναπτυχθεί. Οι ερευνητές πρότειναν ότι θα πρέπει να δούμε περιστασιακές μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη-ακίδα του SARS-CoV-2 που επιτρέπουν στον ιό να ξεφύγει εν μέρει από την ανοσία που προσφέρουν τα εμβόλια ή την πιθανή ανοσία αγέλης που μπορεί να έχει αναπτυχθεί, αλλά ότι η διαδικασία ανάπτυξης τέτοιων μεταλλάξεων πιθανότατα θα χρειαστεί  χρόνια και όχι μήνες.

Ένα άλλο ζήτημα που παραμένει άλυτο είναι το πώς εξαπλώθηκε ο ιός στους ανθρώπους. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Nature παρουσιάστηκε η ανάλυση των γονιδιωμάτων των κορωνοϊών που βρέθηκαν στους παγκολίνους. Το ξέσπασμα της COVID-19 έχει πιθανά σχετιστεί με μια αγορά θαλασσινών και άγριων ζώων στην Wuhan της Κίνας, όπου, η πώληση άγριων ζώων μπορεί να είναι η πηγή ζωονόσων. Με βάση τα γονιδιωματικά δεδομένα, οι νυχτερίδες έχουν προταθεί ως ο πιθανός ξενιστής-δεξαμενή για τον SARS-CoV-2. Όμως, παραμένει άγνωστο εάν ο ιός μεταφέρθηκε από νυχτερίδες στον άνθρωπο ή εάν ένας ενδιάμεσος ξενιστής διευκόλυνε αυτή την μετάδοση. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, πράγματι, οι μαλαισιανοί παγκολίνοι – που κατασχέθηκαν  από μια επιχείρηση λαθρεμπορίου στη νότια Κίνα – είχαν κορονοϊούς που σχετίζονται με τον SARS-CoV-2. Οι ερευνητές σημείωσαν ότι η μεταγονιδιωματική αλληλουχία ταυτοποίησε κορωνοϊούς των παγκολίνων και ανήκουν σε δύο υπο-ομάδες κορονοϊών που σχετίζονται με τον SARS-CoV-2, συμπεριλαμβανομένης μιας που εμφανίζει ισχυρή ομοιότητα με τον SARS-CoV-2 στην περιοχή της πρωτεΐνης-ακίδας που δεσμεύεται στον υποδοχέα των ανθρώπινων κυττάρων. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό το εύρημα στους κορωνοϊούς των παγκολίνων και η ομοιότητά τους με τον SARS-CoV-2 υποδηλώνει ότι οι παγκολίνοι θα πρέπει να θεωρηθούν ως πιθανοί ξενιστές για την εμφάνιση νέων κορονοϊών και να απομακρυνθούν από τις αγορές για να αποφευχθεί η μετάδοση προς τους ανθρώπους. Από την μελέτη προκύπτουν και άλλα χρήσιμα συμπεράσματα. Όπως  αναφέρουν είναι σαφές ότι η άγρια ​​φύση περιέχει πολλούς κορονοϊούς που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εμφανιστούν στον άνθρωπο στο μέλλον. Ένα κρίσιμο μάθημα από αυτήν την πανδημία, ώστε να αποτρέψει την επόμενη, είναι ότι οι άνθρωποι πρέπει να μειώσουν την έκθεσή τους στην άγρια ​​φύση, για παράδειγμα με την απαγόρευση του εμπορίου άγριας πανίδας και των «υγρών αγορών» (wet markets) που υπάρχουν στην Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες. Στο περιδικό Nature Medicine δημοσιεύτηκε επίσης με την μορφή αλληλογραφίας μια επιστολή ερευνητών από την τις ΗΠΑ και το ΗΒ. Οι ερευνητές  χρησιμοποιώντας συγκριτική ανάλυση των γονιδιωματικών δεδομένων, απέδειξαν ότι ο SARS-CoV-2 εξελίχθηκε φυσικά και διέψευσαν την ιδέα ότι είναι ένας κατασκευασμένος βιολογικός παράγοντας. Όπως αναφέρουν δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο SARS-CoV-2 βγήκε από ένα εργαστήριο. Η ομάδα εξέτασε προσεκτικά τον τομέα δέσμευσης υποδοχέα (RBD) της πρωτεΐνης-ακίδας του ιού που χρησιμοποιεί ο SARS-CoV-2 για να συνδεθεί με τους υποδοχείς στην κυτταρική επιφάνεια και να εισέλθει στα  ανθρώπινα κύτταρα-ξενιστές. Οι συγγραφείς σημείωσαν ότι, παρόλο που ο ιός της νυχτερίδας RaTG13 παραμένει ο πλησιέστερος στον SARS-CoV-2, ορισμένοι κορωνοϊοί παγκολίνου εμφανίζουν ισχυρή ομοιότητα με τον SARS-CoV-2 στην περιοχή δέσμευσης της πρωτεΐνης ακίδας, συμπεριλαμβανομένων και των έξι βασικών υπολειμμάτων της περιοχής. Αυτό το εύρημα, κατέληξαν, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η πρωτεΐνη-ακίδα του SARS-CoV-2 είναι βελτιστοποιημένη για σύνδεση με τον ανθρώπινο ACE2 ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής. Τα γονιδιώματα του SARS-CoV-2 περιέχουν πολλές απαντήσεις στις ερωτήσεις που αναζητούν οι επιστήμονες. Είναι σαφές ότι η κατανόηση της εξελικτικής πορείας με την οποία αυτός ο νέος κορονοϊός έχει μεταφερθεί στον άνθρωπο θα μας βοηθήσει όχι μόνο να καταπολεμήσουμε την τρέχουσα πανδημία, αλλά και να εντοπίσουμε μελλοντικές απειλές από άλλους κορονοϊούς και άλλα είδη ιών.

 

Η γονιδιωματική ιχνηλάτηση του ιού SARS-CoV-2

Η ανίχνευση/ιχνηλάτηση των επαφών, ένας όρος που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα, είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τον έλεγχο της εξάπλωσης του SARS-CoV-2. Αυτή η ιχνηλάτηση εξαρτάται από την ταχεία, αποτελεσματική αναγνώριση ενός μολυσμένου ατόμου, ακολουθούμενη κατόπιν από την ταυτοποίηση όλων αυτών που έχουν έρθει πρόσφατα σε στενή επαφή με αυτό το άτομο, έτσι ώστε τα άτομα αυτά (οι επαφές) να τεθούν σε καραντίνα για να σπάσει η αλυσίδα της μετάδοσης του ιού. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα δεδομένα αυτά.

Με την σωστή εκτέλεση και εφαρμογή, η ιχνηλάτηση των επαφών μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική αλλά μπορεί επίσης να είναι εξαιρετικά δύσκολη στην εφαρμογή της κατά την καταπολέμηση ενός εύκολα μεταδόσιμου  ιού όπως ο SARS-CoV-2, ειδικά όταν ο ιός εξαπλώνεται γρήγορα.

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένοι καινοτόμοι τρόποι για την ενίσχυση της ιχνηλάτησης των επαφών. Σε μια μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Medicine, ερευνητές στην Αυστραλία εφάρμοσαν  έναν από αυτούς: τη συγκέντρωση γονιδιωματικών δεδομένων σχετικά με τον ιό για να βοηθήσει τις προσπάθειες ιχνηλάτησης. Αυτή η επονομαζόμενη γονιδιωματική επιτήρηση, βασίζεται στην ιδέα ότι όταν ο ιός μεταδίδεται από άτομο σε άτομο κατά την διάρκεια μερικών μηνών, μπορεί να αποκτήσει τυχαίες παραλλαγές (μεταλλάξεις) στην ακολουθία του γενετικού του κώδικα. Αυτές οι μοναδικές παραλλαγές στο γενετικό υλικό του ιού χρησιμεύουν ως διακριτικά «δακτυλικά αποτυπώματα».

Όταν η COVID-19 αρχίζει να κυκλοφορεί σε μια κοινότητα, οι ερευνητές μπορούν να «δακτυλογραφήσουν» τα γονιδιώματα του SARS-CoV-2 που λαμβάνονται από άτομα πρόσφατα μολυσμένα. Αυτές οι άμεσες πληροφορίες βοηθούν στο να διαπιστωθεί εάν ο συγκεκριμένος ιός εξαπλώθηκε τοπικά για λίγο ή μόλις έφτασε από άλλο μέρος του πλανήτη. Μπορεί επίσης να δείξει πού διαδόθηκε ο υπότυπος του ιού μέσα σε μια κοινότητα ή, επίσης ιδιαίτερα σημαντικό, αν  και πότε σταμάτησε να κυκλοφορεί και να μεταδίδεται.

Η πρόσφατη μελέτη διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ σε συνεργασία με την ομάδα ιχνηλάτησης των επαφών του Υπουργείο Υγείας της Νέας Νότιας Ουαλίας (NSW), της πιο πυκνοκατοικημένης πολιτείας της Αυστραλίας,  ώστε να περιορίσει το αρχικό ξέσπασμα της επιδημίας του  SARS-CoV-2 από τα τέλη Ιανουαρίου έως τον Μάρτιο του 2020.

Η ομάδα πραγματοποίησε γονιδιωματική παρακολούθηση, χρησιμοποιώντας δεδομένα αλληλούχησης που ελήφθησαν εντός περίπου πέντε ημερών, για να κατανοήσει τα τοπικά μοτίβα μετάδοσης του ιού. Ήθελαν επίσης να συγκρίνουν αυτό που έμαθαν από τη γονιδιωματική παρακολούθηση με τις προβλέψεις που έγιναν από ένα εξελιγμένο υπολογιστικό μαθηματικό μοντέλο για το πώς μπορεί να εξαπλωθεί ο ιός μεταξύ των περίπου 24 εκατομμυρίων πολιτών της Αυστραλίας.

Από τις 1.617 γνωστές περιπτώσεις COVΙD-19 στο Σίδνεϋ, κατά τη διάρκεια της τριμηνιαίας περιόδου μελέτης, οι ερευνητές αλληλούχησαν το γονιδιώμα του ιού από 209 (13%) περιπτώσεις κρουσμάτων. Συγκρίνοντας αυτές τις αλληλουχίες με άλλες που κυκλοφορούν στο εξωτερικό (εκτός Αυστραλίας), βρήκαν μεγάλη ποικιλία γενετικών παραλλαγών, υποδεικνύοντας ότι ο SARS-CoV-2 είχε εισαχθεί στο Σίδνεϋ πολλές φορές και από πολλά μέρη από όλο τον κόσμο.

Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τα δεδομένα της αλληλούχησης για να κατανοήσουν καλύτερα πώς διαδόθηκε ο ιός μέσα στην κοινότητα. Η ανάλυσή τους διαπίστωσε ότι οι 209 υπό μελέτη περιπτώσεις  περιλάμβαναν 27 ξεχωριστά γονιδιωματικά «δακτυλικά αποτυπώματα». Με βάση τη στενή ομοιότητα των γονιδιωματικών «δακτυλικών αποτυπωμάτων» τους, ένα σημαντικό μερίδιο των περιπτώσεων COVID-19 φάνηκε να προήλθε από την άμεση εξάπλωση του ιού μεταξύ των ατόμων σε συγκεκριμένα μέρη ή εγκαταστάσεις.

Αυτό που ήταν πιο εντυπωσιακό ήταν ότι τα γονιδιωματικά στοιχεία βοήθησαν στην παροχή πληροφοριών που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να είχε διαπιστώσει η ομάδα της ιχνηλάτηση των επαφών με τις συμβατικές μεθόδους. Για παράδειγμα, τα γονιδιωματικά δεδομένα επέτρεψαν στους ερευνητές να εντοπίσουν προηγουμένως ανυποψίαστους συνδέσμους μεταξύ ορισμένων περιπτώσεων COVID-19. Βοήθησε επίσης στην επιβεβαίωση άλλων συνδέσμων που διαφορετικά δεν ήταν σαφείς.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα γονιδιωματικά στοιχεία για να συγκεντρώσουν στοιχεία και πληροφορίες για σχεδόν 40 τοις εκατό των περιπτώσεων COVID-19 (81 από τις 209) για τις οποίες μόνο τα συμβατικά δεδομένα ιχνηλάτησης δεν μπορούσαν να εντοπίσουν μια την αρχική  πηγή μόλυνσης. Αυτό περιλάμβανε 26 περιπτώσεις στις οποίες ένα άτομο που έφτασε πρόσφατα στην Αυστραλία από το εξωτερικό μετέδωσε  τον ιό σε άλλους που δεν είχαν ταξιδέψει. Οι γονιδιωματικές πληροφορίες βοήθησαν επίσης στον εντοπισμό πιθανών πηγών στην κοινότητα για άλλες 15 περιπτώσεις που αποκτήθηκαν τοπικά και δεν ήταν γνωστές με βάση τα δεδομένα συμβατικά δεδομένα ιχνηλάτησης από την κοινότητα.

Οι ερευνητές συνέκριναν τα δεδομένα παρακολούθησης του γονιδιώματος με την αναμενόμενη εξάπλωση του SARS-CoV-2, όπως διαμορφώθηκε σε μια προσομοίωση υπολογιστή με βάση τα ταξίδια προς και από την Αυστραλία κατά την εν λόγω χρονική περίοδο. Επειδή η μελέτη περιλάμβανε μόλις το 13% όλων των γνωστών περιπτώσεων COVID-19 στο Σίδνεϋ από τα τέλη Ιανουαρίου έως τον Μάρτιο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα γονιδιωματικά δεδομένα παρουσιάζουν μια ελλιπή εικόνα, εντοπίζοντας μόνο ένα μέρος των πιθανών αλυσίδων μετάδοσης που προβλέπονται  στο μοντέλο προσομοίωσης.

Ωστόσο, τα ευρήματα αυτά δείχνουν την αξία των γονιδιωματικών δεδομένων για την παρακολούθηση του ιού και τον εντοπισμό του πού ακριβώς εξαπλώνεται στην κοινότητα. Αυτό μπορεί να συμβάλει στην κάλυψη σημαντικών κενών στην ιχνηλάτηση με συμβατικές μεθόδους. Συνδυάζοντας την παραδοσιακή ιχνηλάτηση επαφών, τη γονιδιωματική παρακολούθηση και τη μαθηματική μοντελοποίηση με άλλα νέα εργαλεία, είναι πιθανό να αποκτήσουμε μια σαφέστερη εικόνα της «κινητικότητας» του SARS-CoV-2 ώστε να τεθούν πιο στοχευμένα μέτρα δημόσιας υγείας για να επιβραδυνθεί και τελικά να σταματήσει η εξάπλωσή του ιού.